- εκχωρητής
- ο , εκχωρήτρια η тот, кто уступает, отказывается (от чего-л.), передаёт, предоставляет (кому-л. право, имущество и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκχωρητής — ο (θηλ. εκχωρήτρια) αυτός που εκχωρεί, που μεταβιβάζει περιουσιακό του στοιχείο σε άλλον … Dictionary of Greek
εκχωρητής — ο θηλ. ήτρια 1. αυτός που εκχωρεί (βλ. λ.) σε άλλον κάτι. 2. (νομ.), ο δανειστής που μεταβιβάζει την απαίτησή του σε άλλο δανειστή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκχώρηση — Η μεταβίβαση, με σύμβαση από τον δανειστή (εκχωρητή), προς ένα τρίτο πρόσωπο (εκδοχέα) μιας απαίτησης, χωρίς τη συναίνεση του οφειλέτη. Με την ε. δεν καταργείται η παλαιά ενοχή για να συσταθεί νέα, αλλά απλώς μεταβιβάζεται εκείνη που ήδη υπάρχει … Dictionary of Greek
ρεμίζ — (I) ο, Ν ζωολ. γένος ωδικών πτηνών τής οικογένειας Remiridae. (II) και ρεμίζα, η, Ν συνοδευτική επιστολή με την οποία ο εκχωρητής διαβιβάζει φορτωτικά έγγραφα ή αξιόγραφα προς την τράπεζά του, παρέχοντας οδηγίες για την είσπραξη τών σχετικών… … Dictionary of Greek